- ἐπιάλτης
- ἐπιάλτης, ὁ, der Daraufspringende, der Alp
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Ἐπιάλτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιάλτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιάλτην — Ἐπιάλτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιάλτην — ἐπιάλτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιάλτου — Ἐπιάλτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιάλτου — ἐπιάλτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἐπιάλτῃ — Ἐπιάλτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιάλτῃ — ἐπιάλτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιάλτα — ἐπιάλτᾱ , ἐπιάλτης masc nom/voc/acc dual ἐπιάλτης masc voc sg ἐπιάλτᾱ , ἐπιάλτης masc gen sg (doric aeolic) ἐπιάλτης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφιάλτης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους Αλωάδες, που αποπειράθηκαν, σύμφωνα με την παράδοση, να βάλουν το όρος Πήλιο πάνω στην Όσσα, για να εξισώσουν το ύψος των δύο βουνών με τον Όλυμπο, ώστε να εκθρονίσουν από εκεί τους θεούς. Κατά τη διάρκεια όμως … Dictionary of Greek
Ἐπιάλτα — Ἐπιάλτᾱ , Ἐπιάλτης masc nom/voc/acc dual Ἐπιάλτᾱ , Ἐπιάλτης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)